prejuzgar - ορισμός. Τι είναι το prejuzgar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι prejuzgar - ορισμός


prejuzgar      
Sinónimos
verbo
prejuzgar      
prejuzgar (del lat. "praeiudicare")
1 tr. *Juzgar una cosa antes de conocerla.
2 tr. o abs. Juzgar sobre algo sin datos suficientes.
prejuzgar      
verbo trans.
Juzgar de las cosas antes del tiempo oportuno, o sin tener de ellas cabal conocimiento.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για prejuzgar
1. Argumentó que no podía prejuzgar temas que pueden llegar al Supremo en el futuro.
2. Previa, desde luego, a la resolución del recurso de inconstitucionalidad planteado por el PP contra este texto y que pudiera prejuzgar su sentido.
3. Se abre así un marco nuevo de relaciones parlamentarias pese a que ayer se señalaba que este nuevo escenario no debe prejuzgar las relaciones con los socios habituales.
4. La federación no ha querido prejuzgar cuál será la actitud del PSOE en este proceso, a la espera de conocer sus enmiendas a la propuesta.
5. Pero desde la semana pasada, cuando comenzó a quedar en evidencia la participación de Rove, ambos se llamaron a silencio, aduciendo que querían evitar prejuzgar.
Τι είναι prejuzgar - ορισμός